31 Mart 2013 Pazar


Sotiris Babatzimopoulos
GERÇEK BİR HİKAYE
(Çeviri: Zeren G. Gürsoy)

Hadi hikaye şöyle başlasın. O gün hiçbir şey yapmamıştım. Öğlen kalktım, balkonda oturdum, yanlış giden şeyleri, onların neden yanlış gittiğini, gerçekten de yanlış gidip gitmediklerini düşündüm, gerçekten binlerce hata mı yaptım yoksa öyle onları hata olarak mı görmek istiyorum diye kendime sordum. Sonunda oturmaktan sıkılıp dışarı çıktım. Yakınlardaki bir kafeye kadar yürüdüm. Bir kahve sipariş ettim.

Hadi hikaye bu kafede başlasın.  Bir dergiye göz atıyordum. Makeleleri geçtim, kelimelerden özenle kaçınıp fotoğraflara odaklandım. Özellikle de reklamlardaki modellere. Kahve idare ederdi. Neden kahve içtiğimi bilmiyordum. Sevmem aslında. Hiç de sevmedim. Hiçbir zaman kahvemden bir yudum alıp da, “Ah, işte bu kahveyi seviyorum.” Demedim. Galiba sadece alışmıştım. Diğer birçok şey gibi. Bir sigara yaktım.

Hadi hikaye şimdi başlasın. Hayır, sigara filan yakmadım. Sigaram yoktu, sigara içmem, bir tane bile içmedim ömrümde. Neden öyle dedim bilmiyorum. Dergiyi bir kenara bıraktım. İçerisi çok kalabalıktı.  Nerede kalabalık varsa orada bir uğultu vardır. Bir sürü ses. Ben tek kelime etmiyordum. Genelde erkekler ve birkaç kadın sesi duyuluyordu.  Kadınların yarısı sessizdi. Bir kısmı erkeklere bakıyordu. Birisi gülümsüyordu. Belki de utanmıştı. Birisi bacak bacak üstüne atmıştı. Bir tanesinin boynu çok güzeldi. Ve orada bir adam tek başına oturuyordu.

Hadi hikaye bu adamla başlasın.
Adam gözlük takıyordu. Önünde kenara ittiği fincanından başka bir şey yoktu. Cam kenarında oturuyordu. Herhalde bu adamın dışardan öylece baktığını veya saatine, telefonuna gergin bakışlar attığını düşüneceksiniz. Hiç de öyle değildi. Hiçbir şey yapmıyordu. Hiçbir şey yapmadan bunca zaman oturan birisini gördüğüm ender anlardandı. Sonra adam gözlüğünü çıkardı, bir kenara koydu.
Hadi hikaye adamın gözlüğünü çıkarmasıyla başlasın.

Adam, masanın kenarlarından sanki tüm gücüyle masayı kaldıracak gibi tuttu. Kaldırmadı. Onun yerine kafasını masaya vurdu. Kahve fincanı sallandı. Kafedeki herkes donup kaldı, kadın, garson, tuvalete giden genç… Herkesin gözleri bu adamdaydı. Herkes ne olduğunu merak ediyordu. Herkes neler olup bittiğini görmek istiyordu. Sonra yine, bam!

Hadi hikaye böyle başlasın. Dinleyin.
Kafasını bir kez daha masaya vurdu, kahve fincanı düşüp kırıldı. Alnı kıpkırmızı oldu, burun deliklerden kan akıyordu. Burnu kırılmıştı herhalde. Herkes şaşkınlık içindeydi. Ben de elbette. Bam! Şimdi sabit bir tempo tutturmuştu. Her vuruş arasında 3-4 saniye vardı. Her defasında aynı güçle vuruyordu kafasını. Belki de gittikçe şiddetleniyordu, bilmiyorum. Devam etti böylece, suratı dağılmıştı, yanak kemikleri dışarı fırlamış, tüm suratı kan revan içindeydi. Kanlı bir katliam. İzlerken, sanki kemiklerin kırıldığını duyar gibi oluyordunuz. O yerinde kalakalan insanları bir düşünün. Kafede ses yapan tek kişi oydu. Kollarındaki damarlar şişmiş, boynu morarmıştı. Artık yüzünün yüze benzer bir hali kalmamıştı. Kan gölüne dönmüştü. Bir keçi kadar inatçıydı, bir kez daha vurdu masaya yüzünü, bir kez daha, bir kez daha. Yorgun görünüyordu.  Çok kan kaybetmişti, her şey tuzla buz olmuştu sanki. Ağzında diş kalmamıştı. Sonra durdu. Tutturduğu tempo yavaşladı, birkaç saniye daha geçti.

Hadi hikaye şimdi başlasın. Göreceksiniz.
Ona hayretle bakan insanlara filan gıcık olduğu yoktu, kimse umrunda değildi. Acı içinde kıvrandığı, sonunda bu işe bir nokta koymak istediği de yoktu. Hepimiz ne olacak diye merakla bakıyorduk, gözlerimizi alamıyorduk adamdan. Kalbim öylesine hızlı çarpıyordu ki nabzımı boynumda hissediyordum. Belli ki durduğu yerde gücünü topluyordu. Evet, tam olarak bunu yapıyordu. İçinde kalan bölük pörçük güçten ne varsa hepsini topluyordu ki son bir kez kafasını masaya vurabilsin. Saldırmaya hazırlanan bir boğa gibiydi.
Sonra olan oldu. Büyük vuruş. Tüm gücüyle. Kafası masada. Öyle bir vuruştu ki… Kıpırdamadı hiç. Kafası kanlı masada öylece duruyordu. Hepimiz hareketsiz vaziyette bakakaldık.
Şimdi size hikayenin gerçekten nasıl başladığını söyleyeceğim.
Birisi, kim bilmiyorum, alkışlamaya başladı. Önce zayıf, kendinden emin olmayan bir edayla başka bir alkış duyuldu ancak ardından daha tutkulu ve şiddetli alkışlar geldi. Alkışlayan üçüncü kişi cesurca bir çıkış yaptı. Alkış kıyamet koptu kafede. Hepimiz ayaktaydık, masalarında oturanlar şimdi ayağa kalkmışlardı, tüm coşkumuzla, ellerimiz uyuşana kadar alkışlıyorduk, duracak gibi değildik, birisi “Bravo” diye bağırdı-zaten ne beklenirdi, gururla alkışlamaya devam ediyorduk, bense gözyaşlarıma zor hakim oluyordum, gözlerim iyiden iyiye dolmuştu, kadınlar, erkekler, herkes bu adamı alkışlıyordu, o yaptığı şey için - artık ne idiyse o yaptığı, geri adım atmayan, ödleklik etmeyen, kendini göstermekten çekinmeyen, başladığı şeyi sonuna kadar götürüp kim olduğunu kanıtlayan bu adamı, herkes alkışlıyordu.



İlgilenenlere kaynak metin:

Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος

Μια αληθινή ιστορία

Ας πούμε ότι η ιστορία ξεκινάει κάπως έτσι. Εκείνη την ημέρα δεν είχα κάνει απολύτως τίποτα. Ξύπνησα μεσημέρι, πέρασα όλο το απόγευμα στο μπαλκόνι σκεφτόμενος ποια πράγματα πήγαν στραβά, γιατί πήγαν στραβά κι αν όντως τελικά πήγαν στραβά, αν έκανα χίλια λάθη ή απλώς έτσι ήθελα να τα βλέπω εγώ. Στο τέλος κουράστηκα να κάθομαι και βγήκα έξω. Περπάτησα μέχρι το καφενείο στη διπλανή γειτονιά. Είχε αρκετό κόσμο. Παρήγγειλα έναν καφέ.

Ας πούμε ότι η ιστορία ξεκινάει στο καφενείο.

Χάζευα ένα περιοδικό. Περνούσα τα άρθρα, απέφευγα επιμελώς τις λέξεις και επικεντρωνόμουν στις φωτογραφίες. Κυρίως πρόσεχα τα μοντέλα που διαφήμιζαν ό,τι να ‘ναι. Ο καφές ήταν έτσι κι έτσι. Δεν ξέρω γιατί πίνω καφέ. Δεν μ’ αρέσει. Ποτέ δεν μ’ άρεσε. Ποτέ δεν ήπια έναν καφέ και είπα: «να, μάλιστα, αυτός ο καφές μου αρέσει». Υποθέτω πως τον συνήθισα. Όπως και πολλά άλλα πράγματα. Άναψα τσιγάρο.

Ας πούμε ότι η ιστορία ξεκινάει τώρα.

Όχι, δεν άναψα τσιγάρο. Δεν είχα τσιγάρα, δεν καπνίζω, ποτέ μου δεν κάπνισα ούτε ένα τσιγάρο. Δεν ξέρω γιατί το είπα. Άφησα το περιοδικό. Είχε μπόλικο κόσμο. Κι όπου υπάρχει κόσμος υπάρχει βαβούρα. Πολλές φωνές. Δεν έβγαζα ούτε μια λέξη. Κυρίως άντρες και μερικές γυναίκες. Οι μισές τουλάχιστον από αυτές σιωπηλές. Κάποιες κοιτούσαν τους άντρες. Η μια χαμογελούσε. Ίσως αμήχανα. Η μια έξυνε τη γάμπα της. Η μια είχε όμορφο σβέρκο. Και ήταν κι εκείνος ο άντρας που καθόταν μόνος του.

Ας πούμε ότι η ιστορία ξεκινάει με αυτόν τον άντρα.

Φορούσε γυαλιά. Δεν είχε τίποτα μπροστά του παρά μόνο ένα φλιτζάνι το οποίο είχε παραμερίσει. Καθόταν δίπλα στην τζαμαρία. Κανείς θα περίμενε πως εκείνος ο άντρας θα κοιτούσε έξω ή πως θα έριχνε νευρικές ματιές στο ρολόι του ή στο κινητό του. Κι όμως. Εκείνος δεν έκανε τίποτα. Λίγες φορές έχω δει κάποιον να μην κάνει τίποτα για τόση ώρα. Και τότε έβγαλε τα γυαλιά του και τ’ άφησε στην άκρη.

Ας πούμε ότι ίσως η ιστορία ξεκινάει τώρα με τον άντρα να βγάζει τα γυαλιά του. Προσέξτε.

Ο άντρας έπιασε τις δυο πλευρές του τραπεζιού λες και θα το σήκωνε με όλη του τη δύναμη. Αλλά δεν το έκανε. Αντί γι’ αυτό χτύπησε το κεφάλι του στο τραπέζι. Και το φλιτζάνι αναπήδησε. Όλοι σταμάτησαν τις ασχολίες τους. Οι γυναίκες, οι άντρες, ο σερβιτόρος, ένα αγόρι που πήγαινε τουαλέτα. Όλοι γύρισαν προς το μέρος του. Όλοι αναρωτήθηκαν τι έγινε. Όλοι ήθελαν να δουν. Και τότε, Μπαμ!

Τελικά μάλλον τώρα αρχίζει η ιστορία. Ακούστε.

Χτύπησε για δεύτερη φορά το κεφάλι του στο τραπέζι και το φλιτζάνι έπεσε κάτω κι έσπασε. Το μέτωπό του είχε κοκκινίσει και αίμα βγήκε από τα ρουθούνια. Στο επόμενο χτύπημα πρέπει να έσπασε η μύτη. Όλοι κοιτούσαν μαγεμένοι. Κι εγώ μαζί. ΜΠΑΜ! Κρατούσε ένα σταθερό τέμπο. Τρία ή τέσσερα δευτερόλεπτα μεσολαβούσαν σε κάθε χτύπημα. Και η ορμή παρέμενε αμείωτη. Ίσως μάλιστα σιγά σιγά να ανέβαζε ένταση. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Συνέχιζε. Το πρόσωπό του έσπασε, το ζυγωματικό του προεξείχε και υπήρχε πολύ αίμα. Σωστό μακελειό. Καμιά φορά θαρρούσες πως μπορούσες να ακούσεις κάτι να σπάει. Φανταστείτε πως όλος ο κόσμος είχε παγώσει. Και μόνο αυτός ακουγόταν, μόνο αυτός συνέχιζε. Στα χέρια του πετάγονταν οι φλέβες από το σφίξιμο. Ο λαιμός του είχε μπλαβιάσει. Στο πρόσωπό του πλέον δεν υπήρχαν χαρακτηριστικά. Μονάχα μια βαθυκόκκινη υγρή μουντζούρα. Το πείσμα του ακλόνητο. Έδωσε ακόμα μία, κι άλλη μία και δώσ’ του εκεί να καταλάβει. Φαινόταν πως είχε κουραστεί. Φαινόταν πως είχε χάσει πολύ αίμα. Φαινόταν πως όλα μέσα του είχαν θρυψαλιάσει. Δόντια δεν είχε πλέον. Και τότε σαν να κοντοστάθηκε. Σαν να χάλασε το τέμπο που με τόση ευλάβεια κρατούσε και σαν να πέρασαν περισσότερα δευτερόλεπτα.

Τώρα αρχίζει η ιστορία. Θα δείτε.

Δεν ήταν ότι τον ενοχλούσε ο κόσμος που τον κοιτούσε, χαμπάρι δεν έπαιρνε. Ούτε ότι πονούσε τόσο πολύ που λύγισε και τα παράτησε. Όλοι περιμέναμε να δούμε. Κρεμόμασταν πάνω του. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο γρήγορα που την ένιωθα να βαράει στο λαιμό. Μάζευε δυνάμεις. Αυτό έκανε. Συγκέντρωνε ό,τι είχε μείνει μέσα του, απ’ όπου μπορούσε να μαζέψει κάτι, οτιδήποτε, για να τα δώσει όλα στο τελευταίο και τελειωτικό χτύπημα. Έπαιρνε φόρα σαν αγρίμι. Και τότε το έκανε. Το μεγάλο χτύπημα. Με όλο του το είναι. Το κεφάλι πάνω στο τραπέζι. Συνθλίφτηκε. Δεν κουνήθηκε. Έμεινε με το κεφάλι πάνω στο ματωμένο τραπέζι. Κι όλοι συνεχίζαμε ακίνητοι.

Και τώρα θα σας πω πως αρχίζει πραγματικά η ιστορία.

Ένας κάποιος, δεν ξέρω ποιος, χειροκρότησε. Ήταν ένα παλαμάκι δειλό που το ακολούθησε ένα δεύτερο πιο θερμό και ψυχωμένο. Και μετά ένα τρίτο θαρραλέο. Και μετά χωρίς κανείς να μπορεί να το ελέγξει, ένα φρενήρες χειροκρότημα. Όλοι στα πόδια μας πλέον, όσοι καθόμασταν σηκωθήκαμε και χειροκροτούσαμε με όλη μας τη δύναμη, έτσουζαν οι παλάμες, αλλά δεν σταματούσαμε, και κάποιος πρέπει να φώναξε «Μπράβο», σίγουρα το έκανε, το άκουσα μέσα στο χειροκρότημα, και το χειροκρότημα έβγαινε από τα στήθια μας πλέον με περηφάνια, κι εγώ με το ζόρι συγκρατούσα τα δάκρυά μου, προφανώς είχα βουρκώσει, και οι γυναίκες, οι άντρες, όλοι χειροκροτούσαμε τον άντρα που στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, όποιες κι αν ήταν αυτές, σε αυτόν που δεν έκανε πίσω, που δεν δείλιασε, που δεν φοβήθηκε να εκτεθεί, που το πήγε μέχρι τέλους, που απέδειξε ποιος είναι.

Hiç yorum yok:

Yorum Gönder